- βηματίζω
- -ισα, βαδίζω, περπατώ χωρίς να έχω κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση: Βημάτιζε σκεφτικός πάνω κάτω στο δωμάτιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βηματίζω — measure by paces pres subj act 1st sg βηματίζω measure by paces pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηματίζω — βηματίζω, βημάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βηματίζω — (AM βηματίζω) κάνω βήματα, βαδίζω αρχ. υπολογίζω απόσταση με βήματα … Dictionary of Greek
βηματίζει — βηματίζω measure by paces pres ind mp 2nd sg βηματίζω measure by paces pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηματίσαι — βηματίζω measure by paces aor inf act βηματίσαῑ , βηματίζω measure by paces aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηματίσασθε — βηματίζω measure by paces aor imperat mid 2nd pl βηματίζω measure by paces aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβημάτιζον — βηματίζω measure by paces imperf ind act 3rd pl βηματίζω measure by paces imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβηματισμένη — βηματίζω measure by paces perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβημάτισται — βηματίζω measure by paces perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βηματίζειν — βηματίζω measure by paces pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)